Αρχαιολογία

Επιφανειακές και ανασκαφικές έρευνες αρχαίας Σικυώνος (2004-)

Επιστημονικός υπεύθυνος: Γιάννης Λώλος

Η έρευνα της αρχαίας Σικυώνος είναι ένα διεπιστημονικό πρόγραμμα για τη μελέτη της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας στο πλάτωμα της αρχαίας πόλης ανά τους αιώνες. Οι έρευνες ξεκίνησαν το καλοκαίρι του 2004 από το Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας σε συνεργασία με τη ΛΖ' ΕΠΚΑ, το Ινστιτούτο Μεσογειακών Ερευνών του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (FORTH), και το Πανεπιστήμιο του York, και από το 2013 συνεχίζονται υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Αποτελούν συνέχεια της εκτατικής επιφανειακής έρευνας που διεξήχθη στην επικράτεια της αρχαίας Σικυώνος, εμβαδού περίπου 360 μ2, κατά το διάστημα 1996-2002.

Ο στόχος του ερευνητικού προγράμματος είναι διττός. Πρωταρχικός σκοπός είναι η ανασύνθεση της ανθρώπινης παρουσίας και δραστηριότητας εντός του άστεος από τα προϊστορικά έως και τα Οθωμανικά χρόνια. Ο δεύτερος στόχος, είναι η έρευνα του πλατώματος μέσα στα ευρύτερα γεωγραφικά του πλαίσια, και η συσχέτιση των αποτελεσμάτων με αυτά της εκτατικής έρευνας στη Σικυώνια χώρα. Για την επίτευξη αυτών των στόχων διενεργήσαμε πρώτα μια εντατική αρχαιολογική έρευνα επιφανείας του πλατώματος (2004-2009), και στη συνέχεια μεγάλης κλίμακας ανασκαφή γύρω από την αγορά της αρχαίας πόλης (2013 κ.ε.).

Η εντατική επιφανειακή έρευνα έγινε βάσει καννάβου, με τετράγωνα διαστάσεων 20 Χ 20 μ. Συγκεκριμένα, καλύφθηκε με εντατική έρευνα περιοχή περίπου 1000 στρεμμάτων (που αντιστοιχεί σε 2870 τετράγωνα), ενώ 430 περίπου στρέμματα ερευνήθηκαν και με γεωφυσικές μεθόδους (κυρίως με μαγνητόμετρο ροής, αλλά σε ορισμένες περιοχές χρησιμοποιήθηκαν και αντιστασιόμετρο και το γεωραντάρ). Η περιοχή που ερευνήθηκε αντιπροσωπεύει περίπου το 40% της επιφάνειας ολόκληρου του αρχαίου αστικού χώρου, και το υλικό που συγκεντρώθηκε είναι πλούσιο σε αριθμό και σε είδη τεχνέργων. Η κεραμεική που συλλέχθηκε αριθμεί πάνω από 200.000 όστρακα, στην πλειονότητά τους ελληνιστικών (34%) και ρωμαϊκών (57%) χρόνων. Τα αρχιτεκτονικά κατάλοιπα, τα κατά χώρα και τα διάσπαρτα, που ξεπερνούν τα 1.200, έχουν χαρτογραφηθεί με GPS ακριβείας. Χάρη στη χαρτογράφησή τους και, κυρίως, στην ερμηνεία και χαρτογράφηση των αποτελεσμάτων των γεωφυσικών διασκοπήσεων μπορέσαμε να αποκαταστήσουμε το ρυμοτομικό σχέδιο της αρχαίας πόλης. Επίσης, χάρη στην ψηφιακή καταχώρηση όλων των χωρικών δεδομένων της έρευνας με τη χρήση λογισμικού GIS είμαστε σε θέση να απεικονίσουμε τη διασπορά του υλικού στο πλάτωμα ανά πυκνότητα, είδος και χρονολογική περίοδο.

Από το 2008 έως το 2011 η έρευνα συμπεριέλαβε και τη μελέτη συγκεκριμένων σωστικών ανασκαφών που το Υπουργείο Πολιτισμού έχει διενεργήσει στο πλάτωμα, έτσι ώστε τα δεδομένα των επιφανειακών ερευνών να συμπληρωθούν με τα δεδομένα από στρωματογραφημένα σύνολα. Μαζί, τα αποτελέσματα της επιφανειακής έρευνας και των σωστικών ανασκαφών μας βοηθούν να παρακολουθήσουμε την ιστορία της κατοίκησης και των δραστηριοτήτων των κατοίκων στο πλάτωμα της Σικυώνας από τα προϊστορικά χρόνια έως τους μεταβυζαντινούς αιώνες.

Τα αποτελέσματα των επιφανειακών και γεωφυσικών ερευνών μας βοήθησαν στην επιλογή των περιοχών προς ανασκαφή εντός του περιφραγμένου (και απαλλοτριωμένου) αρχαιολογικού χώρου. Αποφασίσαμε να επικεντρωθούμε σε δύο περιοχές, στα ΒΔ και τα ΝΑ της αγοράς, σε μια προσπάθεια να αποκτήσουμε μια εικόνα όσο το δυνατόν πιο αντιπροσωπευτική των αρχαίων δραστηριοτήτων πέριξ της αγοράς. Κατά τον πρώτο κύκλο των ανασκαφών (2013-2019), που έγιναν υπό την αιγίδα της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας, ανασκάψαμε συνολική έκταση δύο περίπου στρεμμάτων.

Στα βορειοδυτικά της αγοράς ήρθαν στο φως α) μικρός ναός διαστάσεων περίπου 7 x 11 μ, που χρονολογείται στη πρώιμη ελληνιστική περίοδο, β) τμήμα μνημειακού κτιρίου της ελληνιστικής περιόδου άγνωστης χρήσης, που σώζεται σε επίπεδο θεμελίων, γ) τμήμα στοάς της πρώιμης ελληνιστικής περιόδου, εκτιμώμενων διαστάσεων περίπου 20 x 42 μ, που στο εξής αποκαλούμε Δυτική Στοά. Η στοά αυτή, κατεύθυνσης βορρά-νότου, είχε δωρική κιονοστοιχία προς τα ανατολικά και διπλή σειρά δωματίων στο πίσω μέρος. Από τα ευρήματα εικάζουμε ότι είχε εμπορικό χαρακτήρα˙ δ) γωνία μεγάλου πειόσχημου κτιρίου της πρώιμης ρωμαϊκής εποχής με μεταγενέστερες φάσεις και τμήμα παρακείμενης κεντρικής οδού της πόλης, κατεύθυνσης Α-Δ. Επιπλέον, προβήκαμε και στον καθαρισμό και τη λεπτομερή αποτύπωση του γυμνασίου της πόλης, που είχε ανασκαφεί από τον Α. Ορλάνδο από τις αρχές της δεκαετίας του 1930 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1950, και έκτοτε υποστεί μεγάλες φθορές και επιχώσεις.

Στα νοτιοανατολικά της αγοράς, ανασκάψαμε α) δύο δωμάτια της μεγάλης, νότιας στοάς και επιβεβαιώσαμε τη χρονολόγηση αυτής της στοάς στον πρώιμο 3ο αι. π.Χ., β) τμήμα μιας δεύτερης στοάς, μονόστιχης δωρικού ρυθμού, που κτίστηκε κάθετα στην ελληνιστική στο β’ μισό του 1ου μ.Χ. ή στις αρχές του 2ου αι. μ.Χ., και γ) μεγάλο εργαστηριακό συγκρότημα με 3 κύριες χρονολογικές φάσεις, η πρώτη στο β’ μισό του 1ου αι. μ.Χ./α’ μισό του 2ου αι. μ.Χ., η δεύτερη στο β’ μισό του 4ου αι. μ.Χ., και η τρίτη και τελευταία στον 6ο και 7ο αι. μ.Χ. Από τις εγκαταστάσεις που αποκαλύφθηκαν ξεχωρίζουν 5 κεραμικοί κλίβανοι, μία δεξαμενή, ένας ληνός και δύο λίθινες πλατφόρμες.

Το πλούσιο υλικό από τις πρόσφατες ανασκαφές, που περιλαμβάνει κεραμική, νομίσματα, αρχιτεκτονικά θραύσματα, διάφορα μικρο-αντικείμενα, οργανικά κατάλοιπα και οστά, έχει καταγραφεί στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων του ανασκαφικού προγράμματος, και τα σημαντικότερα ευρήματα έχουν συντηρηθεί.

Κύριο μέλημα του ερευνητικού μας προγράμματος με το πέρας αυτού του κύκλου των ανασκαφών ήταν αφενός η εκπόνηση μελετών συντήρησης και προστασίας των ανασκαμμένων χώρων με στόχο την ενσωμάτωσή τους στον επισκέψιμο αρχαιολογικό χώρο, αφετέρου η διάχυση της αρχαιολογικής πληροφορίας στον επιστημονικό κόσμο και το ευρύτερο κοινό με δημοσιεύσεις, διαλέξεις και δημόσιες παρουσιάσεις.

ΙΑΚΑ: Κεντρική σελίδα Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας